συμπρόεδρος

συμπρόεδρος
ο, ΝΑ και θηλ. συμπρόεδρος, η, Ν [πρόεδρος]
πρόεδρος μαζί με κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμπροέδρους — συμπρόεδρος jointpresident masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπρόεδροι — συμπρόεδρος jointpresident masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπροεδρεύω — Ν [συμπρόεδρος] ασκώ καθήκοντα προέδρου μαζί με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”